υδροφόβη

υδροφόβη
και ὑδροφοβή, ἡ, Α
βλ. υδροφοβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδροφοβία — (Ιατρ.). Νοσηρή απέχθεια για το νερό και γενικά για τα υγρά, που παρατηρείται σε ορισμένες παθήσεις όπως υστερία, υποχονδρία, μηνιγγίτιδα, κ.ά. Η υ. είναι ένα από τα συμπτώματα της λύσσας που παρατηρείται μόνο στον άνθρωπο και οφείλεται σε σπασμό …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • σουβερίνη — η, Ν (βιοχ.) υδρόφοβη ουσία λιποειδικής φύσης, η οποία εκκρίνεται από τα φυτικά κύτταρα και αποτίθεται στα εσωτερικά κυτταρικά τοιχώματα, συντελώντας στη δημιουργία τού φελλού τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτωματοποιητές — Ομάδα ουσιών που αν προστεθούν σε μείγμα δύο ευκίνητων υγρών βοηθούν στον σχηματισμό σταθερού γαλακτώματος. Ο σχηματισμός γαλακτωμάτων είναι πολλές φορές απαραίτητος τόσο στο εργαστήριο όσο και στη βιομηχανία για την παρασκευή φαρμάκων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”